Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Οι δύο Σπαρτιάτες


Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε

στους στρατιώτες του ότι,

“Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε”

γνώριζε πολύ καλά την φάση

των δυο Σπαρτιατών!!!

Όταν οι Σπαρτιάτες επάνω στην οργή τους

θανάτωσαν τους δυο Πέρσες αγγελιοφόρους

που τους είχαν φέρει μήνυμα από τον μεγάλο Θεό

και Βασιλιά της Περσίας,

ζητώντας από τους Σπαρτιάτες

(Γη και ύδωρ)…

πετώντας τους μέσα στο βαθύ πηγάδι,

λέγοντάς τους, πάρτε και τα δυο,

και Γη και Ύδωρ.

Μετά που συνειδητοποίησαν

και τους έφυγε ο θύμος,

καταλάβαν ότι παραβιάσανε τον νόμο…

γιατί τους αγγελιοφόρους

δεν πρέπει να τους σκοτώνουν.

Τότε ζήτησε ο βασιλιάς της Σπάρτης

δυο εθελοντές να πάνε για ανταλλαγή

των δυο αγγελιοφόρων,

για να τους εκτελέσει ο Ξέρξης.

Και όλοι στρατιώτες του τριγύρω

σηκώσανε το χέρι!!!

Διάλεξε ο Λεωνίδας δυο όμορφα παληκάρια

και τα έστειλε να πάνε μπροστά στον μέγα βασιλιά

και να του εξηγήσουν ότι ήρθανε εθελοντικά

για εκτέλεση, και για αντάλλαγμα

των δυο νεκρών αγγελιοφόρων.

Όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στον βασιλιά,

οι φρουροί του Ξέρξη,

διατάζουν τους δυο Σπαρτιάτες

να πέσουν στα γόνατα τους

και να προσκυνήσουνε τον βασιλιά…

Οι δυο σπαρτιάτες Χαμογελαστοί,

Ατρόμητοι, Αγέρωχοι

κι Όρθιοι σαν Κολόνες!!!

κοιτούσανε τους Πέρσες παράξενα

και τους θεωρούσαν σαν τρελούς,

ψυχοπαθείς και αρρώστους…

Οι φρουροί επέμεναν

και διατάζαν τους Σπαρτιάτες

να προσκυνήσουνε τον βασιλιά τους…

Οι δυο Σπαρτιάτες δεν γνώριζαν

την λέξη προσκύνημα…

ουτε το νόημα,

μα ουτε και την μέθοδο

το πως πρέπει να προσκυνούνε…

Ο διερμηνέας τους έδειξε τον τρόπο

το πως πρέπει να προσκυνήσουνε τον βασιλιά...

Οι δυο Σπαρτιάτες ξεκαρδιστήκανε στα γέλια!!!

Κι απαντώντας στον Ξέρξη λέγοντάς του,

“Βασιλιά, εμείς δεν ήρθαμε εδώ

για σε προσκυνήσουμε,

εμείς ήρθαμε εδώ για εκτέλεση”!!!

Είδε ο Ξέρξης την συμπεριφορά,

το θάρρος, την τόλμη,

και την παληκαριά

των δυο Σπαρτιατών…

και τρόμαξε…

κι όλο το σώμα του

και τα γόνατα του,

αρχίσαν να τρέμουνε από φόβο,

από οργή κι από ντροπή…

όλο το Περσικό συμβούλιο

και το στρατόπεδό πάγωσε…

Γιατί όλοι τους, περιμένανε

από τους Σπαρτιάτες

να πέσουν στα ποδιά του βασιλειά

με δάκρια, και κλάματα,

ικετεύοντας να τους χαρίσει την ζωή τους...

Αυτή η φάση, ήταν ο πρώτος

και ο μεγαλύτερος Θρίαμβος

από τους δυο Σπαρτιάτες

εναντίον των Περσών…

Ήτανε η ισχυρότερη ήττα των Περσών…

Τους σκότωσε, τους σμπαράλιασε

πνευματικά, ηθικά και ψυχικά…

Για σκέψου… δυο Σπαρτιάτες 

μόνο με την παρουσία τους

τραυματίσανε ένα τεράστιο στρατόπεδο…

το μεγαλύτερο της Ιστορίας!


Σάββας Καρασάββας

12.10.2020

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

Του αντρειωμένου ο θάνατος


Ποιός έχει πέτρινη καρδιά 
μάτια να μην δακρύζουν 
Να πάει να πει στην Μάνα μου 
να μην με περιμένει...

Μένα με πήρε ο Άνεμος 
τον είχε βάλει ο Χάρος 
Γοργά κατηφορίζουμε  
στου Άδη τα παλάτια...

Ήθελε Έλληνα φρουρό 
ο Άδης μες στο κάστρο 
Να μην τον εφονέψουνε 
την νύχτα σαν κοιμάται...

Μην και του πάρουν τα κλειδιά 
τις πόρτες μην ανοίξουν 
Του Χάροντα μην κλέψουνε 
τα αργυρά δρεπάνια...

Σαν τον πρωτοαντίκρυσαν 
ο Άδης με τον Χάρο 
Αλαφιαστήκανε πολύ 
τους έπιασε τρεμούλα...

Τα μάτια τους χαζέψανε 
με το παράστημά του 
Αστράφταν οι πουλάδες του
νομίζαν φτερουγίζουν...

Το πράσινό του το μπερέ 
με το Εθνόσημό του 
Θα έδιναν όλον το χρυσό 
της πλάσης να τον πάρουν...

Δεν είχε χρώμα νεκρικό 
το άσπρο του θανάτου 
Μα ήταν κατακόκκινος 
σαν κερασιά στον μήνα...

Ο Άδης το κατάλαβε 
κι ο Χάροντας γελιέται 
ΤΟΥ ΑΝΔΡΙΩΜΕΝΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ 
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΛΟΓΙΕΤΑΙ...


9/6/2020
Κ/Δ Καρασάββας Σάββας 
για τον Λοχία Κ/Δ Μελιγκώνη Κων/νο...    




Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Πιάσαν αντάρα τα βουνά - Σάββας Καρασάββας




Πιάσαν αντάρα τα βουνά
κλείσαν τα μονοπάτια
βουβό, βαρύ θανατικό
σ' ολάκερη τη χώρα

κι εμείς μονάχοι στέκουμε
μέσα στη μαύρη λάσπη
να καρτερούμε το πουλί
που όλοι το λένε κούκο

να βγουν γελάδια στη βοσκή
με τα βαριά βροντάρια
να πιάσουν πλάι το ζυγό
ν' αρχίσουν το τραγούδι

κι εμείς να τ' αγναντεύουμε
από κοντοραχούλα...


2020
(Ο Σάββας Καρασάββας, κατάγεται από τα Σκούρτα Βοιωτίας, είναι απόφοιτος Λυκείου και το επάγγελμά του είναι κρεοπώλης-κτηνοτρόφος)

Δευτέρα 21 Μαΐου 2018

Η καταιγίδα




     Τα σύννεφα ήρθαν από τα δυτικά και πολύ γρήγορα γέμισαν απ' άκρη σ' άκρη τον ουρανό. Μαύρα, βαριά, απειλητικά. Άστραφτε στο βάθος, ενώ άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα μακρινά μπουμπουνητά. Προκαταιγίδιος άνεμος έφτασε στο χωριό, σηκώνοντας σκόνη και κάνοντας τα φύλλα των δέντρων να ανατριχιάσουν θροϊζοντας ζωηρά. Μυρωδιά βροχής απλώθηκε ξαφνικά παντού. Στεκόμουν μονάχος στην αυλή του σπιτιού μας και κοιτούσα με δέος αυτήν την ξαφνική μεταμόρφωση. Πριν λίγη ώρα ο ουρανός ήταν καταγάλανος και τίποτα δεν έδειχνε πως θα ερχόταν μπόρα. Μα τώρα πάλευαν γύρω στοιχειά. Παρ' ότι δωδεκαετής, κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα λεπτών να αρχίσει η ανοιξιάτικη καταιγίδα. 
Και δεν έπρεπε να χάσω καθόλου καιρό...

      Εκείνα τα χρόνια, κάθε σπίτι στο χωριό κρατούσε λίγα ζωντανά για ιδία χρήση. Έτσι και οι δικοί μου γονείς.  Τα είχαμε σε μια αποθήκη στην πίσω αυλή, αλλά τις καλές ημέρες του χειμώνα και κυρίως την Άνοιξη, η μάνα τα πήγαινε κάθε πρωί να βοσκήσουν χλωρό χορτάρι ''στο μαντρί'' σε ένα κτήμα μας στα ριζά του βουνού, ένα τέταρτο περίπου ποδαρόδρομο από το χωριό. Το λέγαμε μαντρί γιατί εκεί είχαν παλαιότερα οι παππούδες μου τα κοπάδια και τα μαντριά τους. Θαυμάσιο τοπίο!  Έδενε λοιπόν η μάνα την παλαιότερη προβατίνα σε ένα παλούκι και τα υπόλοιπα έβοσκαν ήσυχα τριγύρω όλη την ημέρα. Κάθε απόγευμα όμως, ήταν δική μου ευθύνη να φέρω τα ζωντανά στο χωριό. Δεν ήταν δα και τίποτα δύσκολο. Έβγαζα το παλούκι της αρχηγού από το χώμα και εκείνα γνωρίζοντας τον δρόμο κατηφόριζαν ήσυχα στο χωριό, έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, ξεδιψούσαν στη γούρνα της βρύσης και ύστερα έμπαιναν μόνα τους στην αποθήκη να ξεκουραστούν και να περάσουν τη νύχτα. Την άλλη μέρα τα ίδια. Αλλά η αποκλειστική ευθύνη της επιστροφής τους, βάραινε πάντα εμένα! Γιατί συνήθως οι γονείς μου έλειπαν στα χωράφια και επέστρεφαν αργά -πολλές φορές νύχτα- στο σπίτι. Όπως έλειπαν σήμερα. Και γω δεν έπρεπε να χάσω άλλο καιρό, μα να φέρω τα ζωντανά πίσω πριν ξεσπάσει η μπόρα.

     Βγήκα στο δρόμο και άρχισα να τρέχω δυτικά προς την άκρη του χωριού. Ο αέρας όσο πήγαινε δυνάμωνε και κάποιες νοικοκυρές είχαν βγει να μαζέψουν βιαστικά τα ρούχα από τις απλώστρες και να σφαλίσουν τα παντζούρια που χτυπούσαν από δω κι από κει.  Άκουγα τα τρελά τιτιβίσματα των πουλιών που έτρεχαν να κρυφτούν στις φωλιές τους κι  έβλεπα κάμποσους σκύλους να γαυγίζουν δειλά με κατεβασμένη ουρά, κοιτάζοντας αμήχανα τριγύρω. Ο άνεμος παρέσυρε χαρτιά και σκόνη και τα στροβίλιζε ψηλά. Έτρεχα... 
Φτάνοντας όμως στην άκρη του χωριού, σα να σταμάτησαν ξαφνικά όλα. Και ο άνεμος και η βουή των δέντρων και τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ήταν τα ελάχιστα εκείνα δευτερόλεπτα της σιωπής, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα. Ο ουρανός είχε μαυρίσει τόσο πολύ και έμοιαζε τόσο βαρύς, που σχεδόν άγγιζε το χώμα. Στάθηκα και απόμεινα να κοιτάζω τριγύρω την ξαφνική και απόκοσμη ησυχία. Το τρομερό σκοτείνιασμα. Σα να ακινητοποιήθηκε ξαφνικά ο χρόνος. Δε σάλευε και δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Μονάχα πολλά χρόνια αργότερα, όταν διάβασα την ''Έγκωμη'' του Σεφέρη και το πρωτευαγγέλιο του Ιακώβ εκεί ακριβώς που περιγράφει τη γέννηση του Χριστού και όλα γύρω παγώνουν, βρήκα πάλι ένα τόσο ακινητοποιημένο συναίσθημα. Σα  να βρισκόμουν ακριβώς στο σύνορο δύο κόσμων. Πίσω το χωριό. Η ασφάλεια. Μπροστά το μαύρο, το άγνωστο, η καταιγίδα. Μια φωνή μου έλεγε να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι μου. Η άλλη να συνεχίσω μπροστά. Είχα χρέος και ευθύνη να φέρω τα ζωντανά μας πίσω. Δεν ήθελα να πέσω στα μάτια των γονιών μου. Ήταν δική μου δουλειά αυτή και έπρεπε να γίνει. Είχα μονάχα έναν δρόμο. Μπροστά! Την ίδια στιγμή αραιές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν τριγύρω. Ήταν τόσο χοντρές, που άκουγα την καθεμιά καθώς έπεφτε στο χώμα. Όμως δεν υπήρχε γυρισμός. Άρχισα πάλι να τρέχω μπροστά, ενώ σχεδόν ταυτόχρονα οι στάλες πύκνωσαν και ξέσπασε η καταιγίδα. Η χειρότερη καταιγίδα που είχα δει στη ζωή μου! Μέχρι σήμερα ακόμη, που περιγράφω αυτό το γεγονός σαράντα χρόνια μετά, δε θυμάμαι να ξανάζησα τέτοια καταιγίδα. Ποτάμια νερού άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, τόσο που μέσα σε δύο λεπτά είχα βραχεί μέχρι το κόκαλο. Συνέχιζα όμως να τρέχω μην έχοντας σχεδόν καθόλου ορατότητα, σα να διέσχιζα με δυσκολία έναν συνεχόμενο και διαρκή καταρράκτη. Την απίστευτη σκοτεινιά, διέκοπταν κάθε τόσο αστραπές και ανατριχιαστικά μπουμπουνητά λες και έτριζε η γη. Ο πρώτος κεραυνός έπεσε λίγα μέτρα μακριά μου, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Τρομοκρατήθηκα αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Δεν περπατούσα πια πάνω στο χώμα, αλλά τσαλαβουτούσα πάνω σε ένα ρηχό ποτάμι, αφού όλα τα νερά που έρχονταν από τις πλαγιές του βουνού είχαν βγει στον χωμάτινο δρόμο. Βρισκόμουν ξαφνικά σε έναν άλλον κόσμο. Όλα τα στοιχεία της φύσης μαίνονταν γύρω μου και γω δεν ήμουν παρά ένα μικρό πουλί παγιδευμένο στην καταιγίδα. Τώρα πια δεν μπορούσα να ξεφύγω. Έπρεπε όμως πάση θυσία να φτάσω στις συκιές. Αυτές ήταν το σύνορο που θα με προσανατόλιζαν. Ήταν δίπλα στον δρόμο και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μονοπάτι που έκανε γωνία ενενήντα μοιρών και οδηγούσε στο κτήμα μας, ακριβώς στα ριζά του βουνού. Οι αστραπές, οι βροντές και οι κεραυνοί άρχισαν να πυκνώνουν.  Μα κάποτε διέκρινα μπροστά τον σκούρο όγκο από τις συκιές. Δεν είχαν ανθίσει ακόμη καλά, αλλά στάθηκα κάτω από μία για να καλυφθώ λίγο από την καταιγίδα και να πάρω μιαν ανάσα. Μάταια. Έτσι κι αλλιώς είχα γίνει μουσκίδι.  Ένας κεραυνός έπεσε πενήντα μέτρα περίπου μακριά. Τρομοκρατήθηκα. Όχι κάτω από δέντρα! Το χειρότερο που μπορείς να κάνεις σε μια τέτοια περίπτωση είναι να καθίσεις κάτω από δέντρα! Και τόξερα. Έφυγα γρήγορα από κει κι άρχισα να ανηφορίζω το μονοπάτι. Επιστράτευσα και τη παραμικρή σκέψη που θα μπορούσε να με βοηθήσει. Οι κεραυνοί έπεφταν παντού γύρω ακατάπαυστα. Στο μάθημα της φυσικής στο δημοτικό είχαμε μάθει πως το ξύλο είναι κακός αγωγός του ηλεκτρισμού. Καθώς προχωρούσα διέκρινα κάτω ένα κομμάτι ξύλο. Ήταν βρεμένο αλλά το πήρα στο χέρι μου. Τώρα πια ξέρω πως ήταν μια ανόητη κίνηση. Αυτό το μικρό κομμάτι βρεμένου ξύλου δεν είχε την παραμικρή δύναμη να με προστατέψει από κανέναν κεραυνό, αλλά τότε έδρασε λυτρωτικά πάνω μου. Κρατώντας το σφιχτά στη μικρή μου χούφτα και πιστεύοντας πως με προστατεύει, άντλησα από μέσα μου τρομερή δύναμη σα να ήμουν κάτω από την ομπρέλα του καλύτερου αλεξικέραυνου. Πλησίασα τόσο, που άκουγα πια τα σπαρακτικά βελάσματα των ζώων που καλούσαν σε βοήθεια. Άρχισα να φωνάζω για να με ακούσουν ώστε να πάρουν και αυτά δύναμη. Μια αστραπή φώτισε το τοπίο. Μέσα στο πράσινο λιβάδι διέκρινα αχνά τα ζωντανά μας.  Έδειχναν τρομοκρατημένα. Η αρχηγός έτρεχε γύρω από το σχοινί της αλλά μη μπορώντας να απελευθερωθεί βέλαζε απεγνωσμένα. Τα υπόλοιπα έτρεχαν κι αυτά ξοπίσω της. Μονάχα ο Τούρκος ακούγοντας τη φωνή μου ξέκοψε λίγο από τα άλλα και στάθηκε βελάζοντας συνεχώς, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Ο Τούρκος ήταν ένα ζυγούρι που είχα δεθεί πολύ μαζί του. Από τότε που ήταν μικρό παίζαμε μεταξύ μας. Παλεύαμε, κυνηγιόμασταν μέσα στα σπαρτά κι ακόμη εκείνο με είχε μυήσει στο αγαπημένο παιχνίδι όλων των μικρών κριαριών. Παίρναμε φόρα και μετά τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον τάχα να συγκρουστούμε. Την τελευταία όμως στιγμή, εγώ σηκωνόμουν το έπιανα από το μαλλί και προσπαθούσα να το αναποδογυρίσω πάνω στα γρασίδια και τα αγριολούλουδα. Τουλάχιστον παλαιότερα. Γιατί τελευταία ο Τούρκος είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσα να τον κάνω ζάφτι. Τον είχα ονομάσει Τούρκο γιατί ήταν πείσμων και δεν τόβαζε κάτω με τίποτα. Ήθελε συνέχεια να νικά. Όποτε με έβλεπε λοιπόν, έτρεχε πάνω μου να παίξουμε. Σήμερα όμως ήταν όλα διαφορετικά. Τρομοκρατημένος κι αυτός από την καταιγίδα, τα μπουμπουνητά και τους κεραυνούς, ακούγοντας τις φωνές μου ξέκοψε από τα υπόλοιπα κι άρχισε βελάζοντας να με ψάχνει ερχόμενος σιγά σιγά προς το μέρος μου. 
"Τούρκο!'' φώναξα.

     Τότε ακριβώς έγινε μεγαλύτερο το κακό. Βρισκόμουν πια στην πλαγιά του βουνού και ξαφνικά άρχισαν να πέφτουν απανωτοί κεραυνοί. Ήταν μία κόλαση και γω παγιδευμένος μέσα της. Τώρα πια κινδύνευε η ζωή μου πραγματικά. Και τόξερα. Ήμουν στο έλεος απίστευτων δυνάμεων, εγώ ένα μικρό αδύνατο παιδί δώδεκα μόλις ετών. Έφτανε μια ηλεκτρική εκκένωση από τις τόσες που έπεφταν γύρω για να με απανθρακώσει για πάντα. Βαστώντας ακόμη στο χέρι μου το βρεγμένο ξύλο, βρήκα καταφύγιο στη ρίζα μιας ελιάς. Εκεί ζάρωσα κι ας ήξερα πως ήταν λάθος να βρίσκομαι κάτω από δέντρο. Ήταν η μοναδική στιγμή που σκέφτηκα να εγκαταλείψω. Το σπίτι, η μάνα, ο πατέρας ήταν πρόσωπα πολύ μακρινά πια, που δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Σα να μην ανήκα σ' αυτούς τώρα,  αλλά σε δυνάμεις ανώτερες. Βρισκόμουν στο έλεός τους. Ζαρωμένος σε εμβρυακή στάση στη ρίζα της ελιάς με κλειστά μάτια και ενώ γύρω γινόταν χαλασμός, άρχισα να λέω το ''πάτερ ημών''. Ένας εκκωφαντικός κρότος αρκετά κοντά, με έκανε να ανοίξω τα μάτια. Είδα τον Τούρκο να πέφτει  στο έδαφος και τα υπόλοιπα πρόβατα να σκορπίζουν τριγύρω βελάζοντας. Πέταξα το ξύλο από τα χέρια μου και έτρεξα στο πεσμένο ζώο. Ήταν ακίνητο με ανοιχτά τα μάτια και δε σάλευε. Το έπιασα από το μαλλί και άρχισα να το ταρακουνώ...
''Τούρκο! Τούρκο!'' 
     Το ζυγούρι παρέμενε ακίνητο με τα πόδια τεντωμένα. Το γράπωσα από το μαλλί του στήθους καλύτερα και συνέχισα να το ταρακουνώ με όση δύναμη είχα, ενώ δάκρυα άρχισαν να ρέουν μαζί με τη βροχή στα μάγουλά μου...
''Τούρκο! Σήκω Τούρκο!''
     Ξαφνικά το ζυγούρι σκίρτησε! Πήρε ανάσα, γύρισε λίγο και στάθηκε με διπλωμένα τα πόδια κοιτώντας με απορία τριγύρω σα να μην ήξερε πού βρισκόταν. Το τράβηξα από τα μαλλιά να σηκωθεί μα δεν τα κατάφερα. Ήταν όμως ζωντανό. Το άφησα και έτρεξα στην αρχηγό. Έβγαλα το παλούκι που ήταν δεμένη και εκείνη ελεύθερη πια άρχισε να κατηφορίζει. Σε λιγότερο από ένα λεπτό τα υπόλοιπα είχαν μαζευτεί πίσω της κι έτρεχαν όλα μαζί προς το χωριό. Επέστρεψα στον Τούρκο που παρέμενε ακόμη ζαλισμένος και του έριξα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Σηκώθηκε. Η δεύτερη κλωτσιά τον συνέφερε για τα καλά. Αφού προσανατολίστηκε επιτέλους, αρχισε να τρέχει βελάζοντας στην κατηφόρα για να προλάβει τα άλλα.
     Όταν μπήκα στο σπίτι είχαν επιστρέψει και οι δικοί μου, αλλά είχαν προλάβει να βγάλουν τα βρεμένα τους ρούχα και να αλλάξουν. Η καταιγίδα και οι βροντές συνέχιζαν. Ο πατέρας έπινε ήσυχος τσάι και η μάνα άναβε το καντήλι κάνοντας μπροστά στις εικόνες τον σταυρό της. Μόλις με είδε έπεσε πάνω μου να με σκουπίσει με πετσέτες και να με αλλάξει. Ποτέ δεν τους είπα τι τράβηξα σ' αυτήν την καταιγίδα. Oύτε με ρώτησαν. Είχα κάνει απλά τη δουλειά μου. Τίποτα περισσότερο...



Γιώργος Πύργαρης

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Η Ψάθα-Μάκη Κυριάκου και καπετάν Γιάννη


Η ''Ψάθα'' είναι ένα προφορικό διήγημα που πήγαινε από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Η ιστορία ακουγόταν στα καφενεία των χωριών της Βοιωτίας, από άντρες μερακλήδες. Είναι πολύ πιθανόν να είχε ξεπηδήσει από τις αρβανίτικες κοινωνίες των Βιλίων ή των Ερυθρών (Κριεκουκίου), αλλά κατάφερε να εξαπλωθεί τελικά σε όλη τη Βοιωτία, ίσως και στα περίχωρα των Αθηνών, ιδίως στα μέρη που υπήρχε αρβανίτικο στοιχείο. Τα τελευταία χρόνια όμως -και μιλώ για την τελευταία πενταετία- δύο διαφορετικοί συγγραφείς που δε γνώριζε ο ένας τη δουλειά του άλλου, ο Μάκης Κυριάκου και ο καπετάν Γιάννης απέδωσαν  αυτήν την ιστορία γραπτώς. Ο καθείς με τον τρόπο του, διατηρώντας βέβαια το στέλεχος της προφορικής ιστορίας. 
Είναι πολύ ενδιαφέρον λοιπόν να παρακολουθήσουμε τη γραπτή απόδοση αυτής της παραδοσιακής ιστορίας, από δύο διαφορετικούς συγγραφείς. Θα αρχίσουμε από τον Μάκη Κυριάκου ως μεγαλύτερο σε ηλικία και μετά θα διαβάσουμε πώς την απέδωσε ο καπετάν Γιάννης...



Η ''Ψάθα'' από τον Μάκη Κυριάκου...





Γεράματα και φτώχεια δεν ήταν σίγουρα ό, τι καλύτερο για τον γέρο και τη γριά. Τα γεράματα συνεπήραν και τον γάιδαρο, το τρίτο μέλος της οικογένειας. Χωρίς πολλά κουράγια ο γέρος και ο γάιδαρος πάσχιζαν να φέρουν στο σπίτι τα απαιτούμενα. Αλλά τα χρόνια πολλά και άντε να εξοικονομήσεις τα χρειαζούμενα, να βγάλεις τον χειμώνα πέρα. Λίγο το στάρι, λίγο το λάδι, λίγο και το άχυρο για το γαϊδούρι και ο χειμώνας μπροστά. Και το φθινόπωρο ο γέρος έπαιρνε τον γάιδαρο να φέρει από τα ριζά κανένα φόρτωμα πουρνάρια για τη φωτιά. Ατάιστος ο γάιδαρος όσο φιλότιμο και αν είχε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί  στις προσταγές και τις επικλήσεις του γέρου. Έμεινε και δεν έκανε βήμα. Τι τον παρακάλεσε, τι τον χάιδεψε, τι τον βλαστήμησε ο γέρος, τίποτα ο γάιδαρος. Γαϊδουρινό κεφάλι. Ξεφόρτωσε ο γέρος και γύρισε στο σπίτι πικραμένος. Κάθισε στο πεζούλι, άναψε ένα τσιγάρο. 
''Ως εδώ ήτανε γριά! Δεν πάει άλλο, γέρασε το έρημο...'' λέει και στο μυαλό του μπήκε κακιά ιδέα. Δεν κοιτούσε καθόλου τη γριά.
''... Θα το πάω στη Κιάφα και θα του δώσω μια σπρωξιά να πέσει στο γκρεμό να συχάσει και αυτό και εμείς μέχρι να έρθει η σειρά μας να ψοφήσουμε...''
Έφτυσε το τσιγάρο και ούτε που κοίταξε τη γριά που άκουγε με γουρλωμένα μάτια και δεν πίστευε στ' αυτιά της.
''Θεό δεν έχεις ρε...'' του λέει με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση ''Στο γκρεμό θα ρίξεις το γαϊδούρι; Ποιος μας έφερνε τόσα χρόνια ρε; Ποιος μας τάιζε; Ποιος μας δούλευε ρε; Την ξέχασες την κατοχή; Όλοι μαζί την περάσαμε. Και τώρα σου βαστάει η ψυχή να το σκοτώσεις το ζωντανό; Να μη σε δω στα μάτια μου! Ακούς εκεί θα το σκοτώσω!''
Μπαρούτι η γριά, τσιμουδιά ο γέρος. Ούτε ξαναμίλησαν, ούτε κοιτάχτηκαν όλο το βράδυ. 
Την άλλη μέρα, παίρνει ο γέρος τον γάιδαρο από το καπίστρι και τράβηξε κατά το Γερμενό να δει τις ελιές και να μη βλέπει τη γριά που είχε τουρκέψει από το κακό της. Ούτε καβάλα δεν ανέβηκε. Τον συμπόνεσε τον γάιδαρο μετά τα όσα άκουσε από τη γριά. Σαν έφτασε στο προσήλι, έκατσε άναψε τσιγάρο και κάθισε σε μια πέτρα. Κρατούσε το σχοινί και σκεφτόταν πόσα πέρασαν μαζί. Ιδρώτες, λιοπύρια, κρύα, λάσπες, δυστυχίες, γεράματα. Μόνοι στο τέλος της ζωής και τούφυγε ένα δάκρυ. Καθώς κοιτούσε απέναντι, σηκώθηκε...
''Θα σε πάω πέρα στη Ψάθα που έχει βαρικό και χορτάρι κι όσο θέλεις ζήσε, να μη σε πάρω στο λαιμό μου κακομοίρη!'' μίλησε στον γάιδαρο. 
Τον πήγε, τον άφησε στη Ψάθα, γύρισε στο χωριό κι ούτε απολογήθηκε στη γριά, ούτε ξανάπιασαν κουβέντα. 

Βαρύς ο χειμώνας και η μοναξιά βαρύτερη. Έλειπε βλέπεις ο γάιδαρος από το σπίτι. Ούτε τάισμα, ούτε πότισμα, ούτε γκάρισμα. Η καθημερινή ζωή άλλαξε και η πίκρα και η μοναξιά τους μαράζωνε. Μαλάκωσε όμως ο καιρός και του γέρου η περιέργεια μεγάλωνε. Τι να απόγινε το έρμο το χαϊβάνι; Θα άντεξε το κρύο; Μην τόκοψαν τα τσακάλια; Μαύρη η τύχη του. Έβγαινε ο Απρίλης και ο γέρος δε βαστιόταν. 
''Να μπει η πρωτομαγιά'' λέει στη γριά ''και θα πάω πίσω να δω τις ελιές! Να δούμε, θα έχουν φέτος άνθος;''
Γι' αυτό που τον έτρωγε, ούτε λέξη!
Όταν ήρθε η ώρα σηκώθηκε, πήρε το βουνό. Γέρνοντας στο πίσω μέρος το μάτι του πετούσε εδώ κι εκεί, δεξιά κι αριστερά ψάχνοντας τη γνώριμη σιλουέτα. Μα και αυτά με  τα χρόνια έχασαν το φως και του έπαιζαν παιχνίδια. 
''Γκαβώθηκαν τα στραβά!'' μονολογούσε και παράδερνε πότε στις αγριελιές, πότε στα σκίνα. Σχεδόν κατρακυλούσε. Έφτασε στη θάλασσα και έσκυψε να βρέξει το κεφάλι του. Ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη τον έκαψε απέξω. Γιατί από μέσα, άλλη φωτιά. Λαύρα τον έκαιγε η περιέργεια και μια κρυφή επιθυμία να συναντήσει τον φίλο του. Τον σύντροφο της ζωής του. Τον κολλητό στις ανάγκες και τις δυστυχίες. Σκεφτόταν και προχωρούσε. Έφτασε χωρίς να το καταλάβει στη ράχη και ξαφνικά... Άλλο και τούτο! Ετούτο ήταν που δεν περίμενε. Μωρέ καλά τον έθρεψε το γρασίδι, καλά τον έβγαλε τον χειμώνα, αλλά και καβάλα στη γαϊδάρα, αυτό παραείναι!
''Να πάρτα ψοφίμι!'' το μούτζωσε ''κι εγώ πέρναγα το φαρμάκι όλο το χειμώνα!''
Γύρισε να φύγει και κάτω από το μουστάκι του φώλιασε ένα περίεργο χαμόγελο. Στο σπίτι όλος χαρά το και το στη γριά. Περίμενε να χαρεί και αυτή να γελάσει λίγο μα εκείνη δε γέλασε, δε χάρηκε. Τον κοίταξε περίεργα και...
''Αιντε γέρο κάνα μήνα και συ στη Ψάθα και έλα. Δουλειές δεν έχουμε!''
''Μπα τρομάρα σου γριά, σούφυγε και σένα το μυαλό!'' και ξεκαρδίστηκαν...


Μάκης Κυριάκου




Η ''Ψάθα'' από τον καπετάν Γιάννη...





Ο μπάρμπας, ήτανε σκάρτα εξήντα ακόμα, μα την εποχή μετά τον πόλεμο οι άντρες γερνούσαν μετά τα σαράντα. Η έτσι έδειχναν τολάιστο. Μα ακόμα πιο σίγουρα οι νέοι που έβραζε το αίμα τους, τους θεωρούσαν γέρους. Και τους προσφωνούσαν μπαρμπάδες. Κι όχι μόνον από τα γηρατειά που θύμιζε το κυρτωμένο σαν ξερομαχισμένη ντούγα καλούπι τους. Μα κι από σεβασμό προς την ηλικία. Υπήρχε σεβασμός των μικρότερων προς τους μεγαλύτερους κάποτε. Κι ακόμα, μπάρμπα έλεγες τον θείο σου. Ή τον μακρινότερο συγγενή σου.
Ο μπάρμπας λοιπόν, είχε γυρίσει από το σβάρνισμα.Ήτανε τέλια Νοέμβρη κάπου τη δεκαετία του 60. Τούτο το φθινόπωρο ήτανε γλυκό. Είχε κάνει ο Σεπτέμβρης γερά πρωτοβρόχια, είχε μουλιάσει για τα καλά τη γης. Και ύστερα με τις όψιμες ζέστες, η φλούδα της πήρε να στεγνώνει κομμάτι, κι οι ζευγάδες ρίχτηκαν στον κάμπο. Με μουλάρια, με άλογα, με καματερά, εδώ κι εκεί και κάνα τρακτέρ, με ότι είχε ο καθένας τελοσπάντων. Συναγερμός στον κάμπο. Η γης οργώθηκε μαύρισε ο κάμπος κι ύστερα κατά τα τέλη Οκτώβρη, πήρε πάλι μια τρούμπα βροχή και τα ζα ρίχτηκαν στη σπορά. Πιο εύκολα τώρα, ρίχνανε οι σπάρτες με τις ποδιές τον καρπό κι από πίσω το ζευγάρι τα ζα αυλάκωνε τη δουλεμένη από το όργωμα γης, πάνω πάνω την πέτσα ίσα-ίσα να σκεπάζεται ο σπόρος. Και μετά ένα ελαφρύ σβάρνισμα και νέτα.
Ο μπάρμπας είχε τελέψει ότι είχε να κάνει και ήταν έτοιμος για να ξεχειμωνιάσει. Ο καιρός έδειχνε σημάδια βροχής, που είχαν ανάγκη τα σπαρτά τώρα. Ο Κιθαιρώνας είχε ρίξει κατσιούλα ίσα κατά το Πόρτο Γερμανό. Ήτανε σημάδι τρανό. Σε δυο τρείς μέρες η βροχή θάταν εδώ. Ήδη την έσπρωχνε ο Σιρόκος από την Αραπιά. Του τόχε δείξει ο παππούς του το σημάδι της βροχής. Και δεν τον είχε γελάσει ποτές. Ο μπάρμπας χαμογέλασε αχνά καθώς σκέφτηκε τις βροχερές χειμωνιάτικες μέρες. Αραλίκι, καφενείο, τάβλι και δηλωτή με τους συντοπίτες, καλαμπούρι, κι ύστερα στο κονάκι, καλομαγειρεμένο φαί, φρέσκια αψιά μουστιά από το γιοματάρι, και μετά, με γεμάτη την κοιλιά και το κεφάλι, στην παχιά φλοκάτα μπρος στην πυρά του τζακιού, παιχνίδια και βαρελάκια με την κυρά του. Ας τον έλεγαν τα νιάτα μπάρμπα. Κοντά στα εξήντα, αυτός ένοιωθε ακόμα ακμαίος. Κι όπως ήταν και μονάχοι τους, τα παιδιά ξεσκολισμένα και σπουδαγμένα, γύρευαν την τύχη τους στην πρωτεύουσα, θα της θύμιζε τον καιρό που ήταν νιόβγαλτο ζευγαράκι. Γιατί ριγμένος όπως ήταν να μαζέψει τις δουλειές, την είχε παραμελημένη την κακομοίρα.
Ο μπάρμπας πάστρεψε τα ζα του, είχε έναν Καρά νιο άλογο κι έναν γέρικο Ψαρή.Τους έριξε στο παχνί να μασουλάνε μέχρι το πρωί. Πήρε το χερόβολο και τήραξε ψηλά τη στοιβανιά με τις θροφές. Ήτανε μπόλικια, αρκούσε μέχρι να ξαναθερίσει τα καινούργια σανά τον ερχόμενο Μάη. Μα μια σκέψη του τσίμπησε σα βελονιά την καρδιά. Όλη μέρα το σκεφτότανε και πάλι του ξανάρθε. Ο Καράς του ήτανε νιό άλογο κι όλο το ζόρι το τράβηξε φέτος ο Ψαρής. Κι ήταν μεγάλη δοκιμασία για το γέρικο, το σκληρά δουλεμένο ζο. Μα δεν γόγγυξε. Δεν του χρειάστηκε ποτέ το καμουτσίκι. Το φιλότιμο ζο, έριχνε κάτω το κεφάλι, τέντωνε τη λιμαριά και τα λουριά του, γεμάτο πληγές πολλές φορές από την τριβή της λιμαριάς στους ώμους και τραβούσε,τραβούσε ολόισια την αυλακιά.
-Χάιντε Ψαρή μου, απάνω λεβέντη μου, το γέρικο άλογο δε χαλάρωνε αν δεν έκλεινε η σποριά και δεν τελείωνε το χωράφι.
Ο Καράς του, μέχρι την άνοιξη που θα άρχισε να διβολίζει τα χωράφια για την σπορά των οσπρίων, θα ήταν ένα γερό λεβέντικο άλογο, έτοιμο για την πιο σκληρή δοκιμασία. Μα ο Ψαρής, δε θάβγαζε άλλη σεζόν. Τα ποδάρια του είχαν αρχίσει να τρέμουν και στα ζόρια έβγαζε σωρό αφρούς από το στόμα του. Ο μπάρμπας είχε να σκεφτεί σοβαρά. Τόβλεπε καθαρά. Το γέρικο άλογο έπρεπε να αντικατασταθεί με ένα νεώτερο. Τζάμπα θάτρωγε το σανό και το κριθάρι όλο το χειμώνα. Θαπρεπε να πάρει νέο άλογο τώρα που οι δουλειές είχαν τελειώσει και οι τιμές ήταν πεσμένες. Την άνοιξη θα παίρναν πάλι πάνω. Ότι ήταν να γένει έπρεπε να γένει σύντομα. Μα θ'άκουγε και τη γνώμη της γυναικός του. Δεν έπαιρνε ποτέ απόφαση προτού ακούσει τη γνώμη της.
Ο σοφράς ήτανε στρωμένος μπροστά στο τζάκι, κι απάνω είχε όλα τα καλά του Ισαάκ και του Ιακώβ. Ζεστή φασολάδα από ντόπια βραστερά φασόλια, κρεμμύδι κομμένο στα τέσσερα, ελιές θρούμπες , προπύρα με ζεστό βαρύ κίτρινο ψωμί, τουρσιά με μπόλικο ελαιόλαδο, γεμάτη η καράφα με το κρασί, και μια μυρωδιά από ψημένο σιμιγδάλι και κανέλα καραδοκούσε από τον μπουφέ της κουζίνας. Φρέσκο γλυκό. Ήτανε χρυσοχέρα η γυναίκα του. Και τού κανε μύριες περιποιήσεις σαν γυρνούσε κομμένος απ τη δουλειά.
-Πως τα πήγες νοικοκύρη σήμερα; Τέλεψες πια; Ήρθε ο καιρός να ξεκουραστείς κι εσύ;
-Όλα καλά γυναίκα. Και του Θεού τ'αρέσει. Οργωμένα, σπαρμένα σβαρνισμένα, όλα έτοιμα.
-Μα κάτι σε τρώγει εσένα, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Τον ήξερε. Ο μπάρμπας μπήκε αμέσως στο θέμα. Ήθελε να μοιραστεί τη στενοχώρια του με τη σύντροφό του. Να της πει την απόφασή του και ν'ακούσει τη γνώμη της.
-Να, είναι που θα πρέπει να δώσω στους κατσίβελους τον Ψαρή. Ότι είχε να δώσει μας τόδωσε. Φιλότιμο ζο και με το περιπλέον δε λέω. Μα δεν μπορώ να το ταΐζω βερεσέ. Αυτό δεν πρόκειται να ξαναμπεί στο ζευγάρι. Και θα μου σακατέψει και το άλλο μάλιστα.
-Στους κατσίβελους; Το σκέφτηκες καλά νοικοκύρη μου; Αυτοί θα το ζέψουνε νηστικό στα παλιάμαξά τους, θα το καμτσικώσουν μέχρι θανατά κι όταν πέσει χάμω θα το δώσουν στο τσίρκο ταγή στα θερία. Δεν έχεις Θεό κακομοίρη;
-Αν το δώσω στους κατσίβελους, ξέρω πολύ καλά την κατάληξή του, γι΄αυτό στεναχωριέμαι. Μα δεν μπορώ και να το ταΐζω βερεσέ. Θα πάρω άλλο ζο. Και οι θροφές δε φτάνουν για τρία.
-Το ζο αυτό, τόχουμε είκοσι χρόνια στη δούλεψή μας. Μας έζησε. Μας ανάστησε και μας σπούδασε τα παιδιά και τώρα...,κι η γυναίκα σκούπισε ένα χοντρό δάκρυ που κύλισε απ' τα μάτια της. Ο μπάρμπας αναρίγησε. Τρικύμισαν τα χείλη του και τούρθαν δάκρυα, μα θυμήθηκε ότι οι άνδρες δεν πρέπει να κλαίνε, τολάιστο μπροστά στις γυναίκες και κρατήθηκε.
-Δεν έχω άλλη επιλογή.
-Έχεις. Κι η γυναίκα τίναξε πίσω το κεφάλι της με την σκέψη που της κατέβηκε.
-Έχω; Ο μπάρμπας την κοίταξε κρεμασμένος από τα χείλη της.Τι έχω;
-Έχουμε κείνο το χτηματάκι με τις ελιές στο προσηλιακό πίσω στην Ψάθα δεν έχουμε; Ο μπάρμπας έξυσε την κεφάλα του. Η γυναίκα συνέχισε...
-Εκεί, δίπλα στη θάλασσα σπαρτά δεν έχει. Κανα χτήμα με λιόδεντρα μοναχά και καλαμιώνες. Θα το πας να το αμολήσεις εκεί κι όσο ζήσει. Εκεί ο χειμώνας είναι μαλακός, ζημιά δεν έχει που να κάνει, θα τρώει χλωρά καλάμια, θα πίνει απ' την πηγή που κατεβαίνει απ το βουνό κι όσο ζήσει βρε αδερφέ. Να πεθάνει ήρεμο. Απο γεράματα. Όχι από την πείνα κι από το καμουτσίκι του κατσίβελου. Κι ούτε να το φάνε τα θερία.
Ο μπάρμπας κοίταξε τρυφερά την σύντροφό του. Την είχε πάρει μικρή δεκαοχτάχρονη κι αυτός τριαντάρης. Ήταν όμορφη κι ακόμα τώρα. Κι είχε και γρήγορη σκέψη.
-Αύριο το ταχύ είπε, και γλάρωσε στη φλοκάτα.

..............................................................

Ο χειμώνας πέρασε βαρύς, με χιόνια μπόλικα και ξύλα στο τζάκι. Το αντρόγυνο καθόταν στη φωτιά και κουβέντιαζε για όλα. Για την καινούργια χρονιά που μπήκε, για τα παιδιά τους που δεν έλεγαν να νοικοκυρευτούν, για τα γεννήματα που θέριευαν μέρα τη μέρα, έπιαναν πάντα στην κουβέντα και το γέρικο άλογο.
-Τι λες νοικοκύρη; Θα τον έχει βγάλει το χειμώνα το κακόμοιρο;
-Ένας γείτονας που είχε κατέβει στην Ψάθα πριν απ τις γιορτές, μούπε πως το είδε. Αδύνατο κακομοιριασμένο μα ζούσε.
-Τι μου λες νοικοκύρη; Να κι ένα καλό νέο.
-Τον άλλο μήνα θα κατέβω να ιδώ τα λιόδεντρα μπας μας τα χάλασε ο περασμένος πάγος. Δεν πιστεύω να τάχει καταφερει με τις τελευταίες χιονιές,αλλά πάλι ποιός ξέρει;
Κι ο μπάρμπας, αρχάς Μαρτίου, σαμάρωσε τον Καρά και ροβόλησε κατά τη Ψάθα.
-Κι αν δε ζει, τήρα να ψάξεις να βρεις το κουφάρι και να το σκεπάσεις με χώμα, του φώναξε η γυναίκα απ την πεζούλα. Να μην το φάει ο τσάκαλος.
-Έννοια σου...


Πήρε να βραδιάζει και τα πέταλα του Καρά αντήχησαν στον μαχαλά. Η γυναίκα παράτησε το πλέξιμο και χύθηκε να τον υποδεχτεί.Το πρόσωπό του έλαμπε κι η γυναίκα στάθηκε ν' ακούσει τα νέα. Δεν ρώτησε για τα λιόδεντρα...
--Το άλογο; Ζει;
-Τι να σου πω μωρέ γυναίκα.Ζει; Μόνο ζει; Εκεί στην Ψάθα η βλάστηση είναι τριπλάσια από δω. Δεν ακούμπησε ο πάγος. Και τώρα είχε έναν καιρό θαυμάσιο και ο Ψαρής, που έχει φάει καλά κι έχει δυναμώσει, όχι μόνο ζει, μα είχε καβαλικέψει μια γλιτωμένη φοράδα και την πήδαγε κατά καπνού.
-Αυτό κι αν ήταν καλό νέο που μου είπες μωρέ νοικοκύρη, είπε ολόχαρη η γυναίκα. Ώστε πήδαγε κάργα ο Ψαρής;
-Φόρτσα!
-Βρε νοικοκύρη; Δεν πας κι εσύ να μείνεις κάνα δυο τρεις μήνες στη Ψάθα;
Και το αγαπημένο αντρόγυνο, αγκαλιασμένο και σκασμένο στα γέλια τράβηξε για το κονάκι του.


Καπετάν Γιάννης

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Τ' γκρίχετ φάρε; (Σου σηκώνεται καθόλου;) - Παναγιώτης Θεοδώρου





Στην προφορική λογοτεχνία των καφενείων, δε θα μπορούσαν να λείψουν και οι αρβανίτικες πινελιές. Χιουμορίστες οι αρβανίτες, είρωνες στην υπερβολή, αλλά και αυτοσαρκαστικοί, έχουν γεννήσει μια ολόκληρη προφορική λογοτεχνία που πάει από γενιά σε γενιά. Ένα μέρος αυτής της λογοτεχνίας, είναι και τα ακαριαία ανέκδοτα. Σήμερα θα δημοσιεύσουμε ένα που μας έστειλε ο Παναγιώτης Θεοδώρου από τον Άγιο Θωμά...


- Γατσ τ'γκρίχετ φάρε? (Γιώργη σου σηκώνεται καθόλου;)
-Ρε Κολιό γιε φάρε μιρ? Κίο νούκου τούντετ, τι μ' θούαϊ πο γκρίχετ; 
(Ρε Νίκο εισαι καθολου καλα? Ετούτη δεν κουνιέται και εσύ λες αν σηκώνεται?)
-Πο στούντετ εδέ σγκρίχετ, πρέε εδέ ριβίε.Τσι ε ντο; 
(Άμα δεν κουνιέται και δε σηκώνεται κόφτη και πέτα τη. Τι τη θέλεις;)
-Λιέε τ' γκίτετ ατιέ, τ' ντούκεμ τσι γιαμ μπουρ.
(Άστη να βρίσκεται εκεί, να φαίνεται ότι είμαι άντρας) 
-Στέρ νι φέντ τ' φόρτ τ' τρ'μπετ, π'ρ τ' σγκιόνετ
(Ρίξε μια δυνατή πορδή να φοβηθεί να ξυπνήσει)
-Λιέε ατιέ τ'φλιέ, ψε πο ντο τρ'μπετ, ντο π'ρ'μίρετ ν'μαλλ γκα φρίκα!!
(Αστην εκεί να κοιμάται γιατί άμα φοβηθεί και ξυπνήσει θα κατουρηθεί πάνω της από τον φόβο!!)

Παναγιώτης Θεοδώρου

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

Tα άλογα του Χαρλά-Πύργαρης




Λίγο πριν εμφανιστούν οι πατόζες, ο αλωνισμός γινόταν με τα ντουγένια. Ένα μικρό αλώνι, ένας πάσσαλος στη μέση και τα άλογα να τρέχουν γύρω τριγύρω, ποδοπατώντας τα θερισμένα στάχια, για να χωρίσουν τον καρπό από το σανό. Μετά ακολουθούσε το λίχνισμα. Περιζήτητα τα άλογα εκείνη την εποχή. Δεν είχαν όλοι. Και κείνοι που δεν είχαν, έπρεπε να περιμένουν να τελειώσουν οι πρώτοι, για να πάρουν έπειτα τα άλογα να αλωνίσουν τα δικά τους. Και όλα τούτα, με τον  κίνδυνο μιας ξαφνικής καλοκαιρινής νεροποντής, μιας μπόρας που θα μπορούσε να χαλάσει την πολύτιμη σοδειά.
Ένας απ’ αυτούς που δεν είχαν άλογα, ήταν κι ο Ντερβίσης. Πονηρός άνθρωπος. Μπροστά, πάντα με το χαμόγελο και με τις υποκλίσεις, μα στο πίσω μέρος του μυαλού, άλλα δούλευε. Το μόνο που κοίταζε, ήταν πώς να σου την φέρει.

Τη χρονιά που συνέβη το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, ο Ντερβίσης δεν τόχε σκοπό να περιμένει. Αποφάσισε να κάνει την δουλειά του γρήγορα. Με το στανιό. Κι ας μην είχε δικό του άλογο. Κατέστρωσε από νωρίς το σχέδιό του. Φρόντισε να σηκώσει τη θημωνιά του λίγο μακρύτερα απ’ το χωριό, ώστε να μην ακούγονται από κει, φωνές και σούρτα φέρτα.
Μια νύχτα λοιπόν στις αρχές του αλωνισμού, πάνω στη φούρια τη μεγάλη, δεν κοιμήθηκε. Περίμενε κι όταν έπεσε για τα καλά το σκοτάδι σηκώθηκε, αλαφροπάτητος διέσχισε τα σοκάκια του χωριού και βρέθηκε σε ένα ήσυχο οικόπεδο που ο νοικοκύρης Χαρλάς, άφηνε τα δυο του άλογα να ξεκουραστούν από τον κάματο της ημέρας. Εκεί ο Ντερβίσης σταμάτησε. Έσκυψε σε μιαν άκρη να ελέγξει. Απόλυτη ησυχία. Μόνο τριζόνια έσπαζαν την ησυχία της νύχτας. Που και που ακουγόταν η φωνή κάποιας κουκουβάγιας. Αφού σιγουρεύτηκε πως τριγύρω δεν είναι κανείς, ο Ντερβίσης σηκώθηκε και άρχισε να πλησιάζει τα άλογα. Ένα από αυτά χρεμέτισε ανήσυχο μόλις τον είδε, μα εκείνος το καθησύχασε, χαϊδεύοντάς το. Έπειτα έβγαλε τους πασσάλους που ήταν δεμένα και τα πήρε. Τα οδήγησε γοργά στη θημωνιά του. Εκεί τα έζεψε και άρχισε το αλώνισμα. Όλη τη νύχτα τα άλογα έτρεχαν γύρω από το ντουγένι, κάτω από το μαστίγιο και τις φωνές του Ντερβίση. Τα ξεθέωσε. Λίγο πριν ξημερώσει όμως, τα πήρε και τα άφησε στη θέση τους.
Τα καημένα, δεν πρόλαβαν καν να ξεκουραστούν. Μία ώρα αργότερα, ήρθε ο Χαρλάς. Τα βρήκε λίγο ιδρωμένα, μα δεν έδωσε σημασία. «Από την ζέστη της νύχτας» σκέφτηκε και τα οδήγησε στο αλώνι. Εκεί τα έζεψε και άρχισε τις φωνές… «Τροχάδην!» «Τροχάδην!» «Άπλον! Άπλον!» «Τροχάδην!»
Μα κάτι δε πήγαινε καλά. Τα άλογα δεν είχαν την όρεξη και τη δύναμη που είχαν άλλες μέρες. Τα γνώριζε καλά τα άλογά του ο Χαρλάς. Και τ’ αγαπούσε. Ήξερε πότε έπρεπε να τα βιάσει στη δουλειά και πότε να τα ξεκουράσει. Και τα μοσχοτάιζε. Αλλά σήμερα κάτι δε πήγαινε καλά. Κάποια στιγμή σταμάτησε και πήγε κοντά τους.
«Εί έι Ψαρή! Ε Μαύρε! Τι έχετε μωρέ; Τι πάθατε σήμερα;»
Άρχισε να χαϊδεύει τα μέτωπα και τα πόδια τους.
«Τι πάθατε λεβέντες μου; Άντε λίγες μέρες μείνανε ακόμα μωρέ… μετά θα ξεκουραστείτε!»
Καθώς τα κανάκευε, διέκρινε ένα ελαφρύ τρέμουλο στα πόδια του Ψαρή.
«Ρε μπας κι αρρώστησε;»
Πήγε εκεί που φύλαγε το ταγάρι με το προσφάι, πήρε ένα μπουκάλι λάδι κι άρχισε να τρίβει τα πόδια του Ψαρή…
«Ελα μωρέ Ψαρή…έλα λεβέντη μου…»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά πέρασε η μέρα. Ο Χαρλάς το σούρουπο τα πήγε στο οικόπεδό του, τα άλειψε ξανά με λάδι και φρόντισε να τους δώσει περίσσια μερίδα φαγητού.
Τα μεσάνυχτα όμως φάνηκε πάλι ο Ντερβίσης. Τα πήρε και τα πήγε ξανά στη θημωνιά του. Αυτή τη φορά τα ξεθέωσε κυριολεκτικά και λίγο πριν ξημερώσει, τα επέστρεψε ευχαριστημένος στη θέση τους. Άλλη μια μέρα και θα τελείωνε. Τις νύχτες αλώνιζε, την ημέρα λίχνιζε. Δεν ήταν δα και μεγάλη η θημωνιά του. Όχι, θα περίμενε σα βλάκας, να τελειώσουν πρώτα οι νοικοκυραίοι!
Το πρωί, όταν ο Χαρλάς ξύπνησε και πήγε στα άλογα, τα βρήκε σε κακό χάλι. Δεν μπορούσαν καλά καλά να περπατήσουν. Δεν μπορούσαν καλά καλά να σταθούν όρθια. Στην αρχή σκέφτηκε να φωνάξει γιατρό, μα είδε ξαφνικά στα καπούλια του Μαύρου μια μικρή αμυχή από καμτσίκι. Άλλο και τούτο! Εκείνος δε χρησιμοποιούσε ποτέ καμτσίκι στα άλογά του. Υποπτεύθηκε ο Χαρλάς. Εκείνη την ημέρα δεν αλώνισε. Τα πήγε όμως στο αλώνι, για να μην κινήσει υποψίες. Εκεί τα άφησε να ξεκουραστούν. Το απόγευμα τα έφερε ξανά στο οικόπεδο.
Τα μεσάνυχτα φάνηκε σα φάντασμα, ξανά ο Ντερβίσης. Μα καθώς πλησίαζε τα άλογα, ένιωσε μια χερούκλα να τον γραπώνει από τον σβέρκο.
«Ώστε εσύ είσαι ρε κάθαρμα;»
Ο Ντερβίσης ήταν μισή μερίδα μπροστά στον Χαρλά. Άρχισε τις τσιριμόνιες και τα παρακάλια, μα ο άλλος δεν άκουγε. Είχε πάρει την απόφασή του. Έδεσε τον Ντερβίση με μια τριχιά στο λαιμό και τον κρατούσε συνέχεια από το χέρι σαν αρκούδα. Μετά έστειλε και φώναξαν τον τελάλη, που σε λίγο η φωνή του ακούστηκε βροντερή και μπάσα στα σοκάκια του χωριού.
«Όλοι οι χωριανοί να έρθουν στη θημωνιά του Χαρλά, να θαυμάξουν το καινούριο του άλογοοοοο….»

Κόσμος άρχισε να μαζεύεται από παντού στη θημωνιά του Χαρλά. Κι αυτό που είδαν, δεν το είχε ματαδεί ανθρώπου μάτι. Ο Ντερβίσης σχεδόν γυμνός, μονάχα με το σώβρακο, δεμένος στο ντουγένι, τσαλαβουτώντας ξυπόλητος πάνω στα κίτρινα στάχια. Είχε περασμένη στο λαιμό του μια λαιμαριά και έτρεχε προσπαθώντας να αποφύγει το καμτσίκι του Χαρλά, που κάθε τόσο έπεφτε αλύπητο πάνω του.
«Χέι τεμπέλαρε! Τρέξε…τρέξε νερόβραστη πατάτα!»
Ο Ντερβίσης έτρεχε, σκόνταφτε έπεφτε πάνω στα στάχια και ξανασηκωνόταν, έκλαιγε παρακαλώντας να τον αφήσει, μέσα στα χάχανα και τις κοροϊδίες των χωριανών, που όταν έμαθαν τι είχε συμβεί, θεώρησαν δίκαιη την τιμωρία και πήραν όλοι το μέρος του Χαρλά. Καλά του έκανε!
Τον κράτησε ώρα εκεί. Ώσπου ο Ντερβίσης έπεσε σχεδόν λιπόθυμος. Μόνο τότε τον άφησε. Τον πλησίασε, τον ελευθέρωσε από τη λαιμαριά και δίνοντάς του μια γερή κλωτσιά στα πισινά, τον πέταξε έξω από τ’ αλώνι.
«Αυτό κερατά, για να μάθεις τι τραβάνε τα έρμα τα ζωντανά! Φτου σου κερατά, να μη σε ξαναδώ μπροστά μου! Άτιμε!»


Γιώργος Πύργαρης

Οι δύο Σπαρτιάτες

Όταν Ο Κολοκοτρώνης έλεγε στους στρατιώτες του ότι, “Οι Έλληνες και στους Θεούς ορθοί μιλούνε” γνώριζε πολύ καλά την φάση των δυο Σπαρτιατών...